βράδυνση — η η ελάττωση της ταχύτητας: Η βράδυνση της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης είναι εκνευριστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βράδυνση — η [βραδύνω] μείωση ταχύτητας … Dictionary of Greek